Μετά την ανάσα του μηχανισμού στήριξης στο πρόγραμμα σταθερότητας, τί;
Άρθρο του Νίκου Ε. Σκουλά, πρ. Υπουργού,
στην εφημερίδα «ΠΑΤΡΙΣ» της Κρήτης
Η ελληνική οικονομία και κατ’ επέκταση ο τουρισμός, κατά το τελευταίο δεκαοκτάμηνο, λειτουργεί σε ένα ριζικά διαφορετικό οικονομικό, πολιτικό και ψυχολογικό περιβάλλον και μάλιστα υπό καθεστώς εντεινόμενης κρίσης.
Δεν αμφισβητείται το γεγονός ότι η κακή διαχείριση των δημόσιων οικονομικών η εκτεταμένη διαφθορά και η αναποτελεσματικότητα του πολιτικού κόσμου και της δημόσιας διοίκησης, η φοροδιαφυγή και η εισφοροδιαφυγή, χωρίς να κατηγορώ τους πάντες συλλήβδην, μας οδήγησαν στο χείλος της χρεοκοπίας.
Βεβαίως, η περίπτωση της Ελλάδας δεν είναι η χειρότερη της Ευρωζώνης. Σε τέσσερις χώρες της Ευρωζώνης (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία και Πορτογαλία) αλλά και εκτός αυτής, στη Μεγάλη Βρετανία, κράτος και ιδιώτες, έχουν συνολικό χρέος, μεγαλύτερο απ’ αυτό της Ελλάδας, ως ποσοστό του ΑΕΠ. Παρά ταύτα, γίναμε το μαύρο πρόβατο της Ευρώπης, κυρίως διότι είπαμε ψέματα κατ’ εξακολούθηση, δίνοντας ανακριβή οικονομικά στοιχεία και παραπλανώντας στους εταίρους μας.
Αυτό υπονόμευσε την αξιοπιστία της χώρας, δημιουργώντας ένα άκρως αρνητικό κλίμα τόσο στις κυβερνήσεις όσο και στους πολίτες των χωρών προέλευσης τουριστών. Παράλληλα, έδωσε επιχειρήματα στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, στους οίκους αξιολόγησης που δήθεν εκφράζουν τις αγορές, να μας υποβαθμίσουν πιστοληπτικά, μετατρέποντάς μας σε θύματα αδίστακτης κερδοσκοπίας και τοκογλυφικής εκμετάλλευσης.
Η πλήρης αλήθεια είναι ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνον ελληνικό αλλά κυρίως ευρωπαϊκό και παγκόσμιο. Είναι πρόβλημα απώλειας του ελέγχου των χρηματοπιστωτικών εταιριών από τις κυβερνήσεις, με αποτέλεσμα, οι αγορές να έχουν το «πάνω χέρι» έναντι της πολιτικής.
Από τη θετική πλευρά, ο Πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου, με επίμονες προσπάθειες, κατάφερε να πείσει τους εταίρους μας στην Ευρώπη, αλλά και πέραν αυτής, ότι το πρόβλημα είναι και δικό τους. Έτσι, έστω με μεγάλη καθυστέρηση, το πρόβλημα αντιμετωπίζεται πλέον από κοινού.
Επίσης, η ενεργοποίηση του μηχανισμού στήριξης της «τρόικα» όπως μάθαμε να την αποκαλούμε, στο πρόγραμμα σταθερότητας, μας δίνει μια απαραίτητη ανάσα για να νοικοκυρέψουμε τα του οίκου μας. Τα πολύ σκληρά, ομολογουμένως, μέτρα έχουν αρχίσει να αποδίδουν κυρίως στη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος και υπάρχει, μακροπρόθεσμα, αχτίδα ελπίδας ανάκαμψης.
Τι σημαίνουν όμως όλα αυτά για την οικονομία και τον τουρισμό μας; Αναφέρω ξεχωριστά τον τουρισμό μια και είμαστε ανταγωνιστικά ανύπαρκτοι στην αγροτική παραγωγή (παρά τα δισεκατομμύρια των επιδοτήσεων!!!) ενώ υστερούμε απελπιστικά στον δευτερογενή τομέα αλλά και στις άλλες υπηρεσίες. Ο τουρισμός θα μπορούσε να αποτελέσει την κινητήρια δύναμη της οικονομίας μας συμπαρασύροντας την ανάπτυξη και των άλλων τομέων.
Έχω, προ πολλού και επανειλημμένως, μαζί με άλλους, τονίσει ότι η κρίση της οικονομίας μας και βεβαίως του τουρισμού μας, παρ’ ότι επιδεινώνεται από την πρόσφατη διεθνή κρίση, είναι δομική. Είναι δική μας κρίση που προϋπήρχε και σοβούσε χρόνια τώρα. Δεν παράγουμε, δεν εξάγουμε, δεν εκπαιδεύουμε, δεν κάνουμε έρευνα και σπαταλούμε σαν μεθυσμένοι ναύτες ζώντας με δανεικά.
Ας δούμε λοιπόν τι δεν κάναμε και τι μπορούμε να κάνουμε τώρα αφού δεν έχουμε άλλες επιλογές. Αγνοήσαμε τις τάσεις της αγοράς, προσκολλημένοι και βολεμένοι με το κλασικό μοντέλο του τουρισμού παραλίας, ένα μοντέλο στο οποίο έχουμε απολέσει την ανταγωνιστικότητά μας στους γείτονες που το προσφέρουν σε φθηνότερη τιμή γιατί έχουν πολύ χαμηλότερο εργατικό κόστος. Αποτέλεσμα, η συρρίκνωση της τουριστικής περιόδου (το επτάμηνο έγινε πεντάμηνο και οδεύουμε στο τετράμηνο), στάσιμες ή και μειούμενες τιμές, μειούμενες πληρότητες, κ.ο.κ.)
Παρά ταύτα, το μοντέλο αυτό δεν θα πάψει να είναι ένα βασικό συστατικό της τουριστικής μας προσφοράς. Πρέπει όμως να ξεκολλήσουμε. Να ερμηνεύσουμε τις τάσεις της αγοράς. Να επανατοποθετηθούμε στην αγορά με μια εμπλουτισμένη και πιο ποιοτική τουριστική προσφορά που απευθύνεται στην ικανοποίηση των επιθυμιών επισκεπτών με ποικίλα ενδιαφέροντα που είναι πιο εκλεκτικοί και, κατά τεκμήριο, πιο εύποροι. Σ’ αυτούς πρέπει να στοχεύσουμε. Η κατηγορία αυτών των τουριστών δεν αρκείται στο κλασικό «ήλιος, θάλασσα και εκδρομές». Αναζητά ολοκληρωμένες εμπειρίες.
Μπορούμε να τους τις προσφέρουμε; Βεβαίως μπορούμε. Διαθέτουμε εξαιρετικής ποιότητας ξενοδοχειακές μονάδες, εκπαιδευμένο προσωπικό, σχεδόν απεριόριστες δυνατότητες ανάπτυξης θεματικών μορφών τουρισμού, πολιτιστικές, φυσιολατρικές, γαστρονομικές και οινικές διαδρομές. Δεν τις αναφέρω λεπτομερώς γιατί η απλή απαρίθμησή τους έχει γίνει πια πληκτική και προκαλεί τη νοημοσύνη μας. Θα ήταν καλύτερο να τους προσδώσουμε συγκεκριμένη ουσία και περιεχόμενο και να τις συνθέσουμε σε οργανωμένα πακέτα εμπειριών αξιοποιώντας και τις τεράστιες δυνατότητες που προσφέρει το διαδίκτυο.
Για να γίνει αυτό πρέπει να αφυπνιστούν οι τουριστικοί μας πράκτορες που ως τώρα, εν πολλοίς, παραμένουν, ουσιαστικά, υπάλληλοι του ολιγοψωνίου των tour operator τους οποίους βεβαίως δεν δαιμονοποιώ. Τη δουλειά τους κάνουν. Είναι πελάτες μας και τους θέλουμε. Δεν αρκούν όμως. Για δικό τους συμφέρον, όχι απλά από πατριωτισμό, οι τουριστικοί μας πράκτορες μπορούν να αποκομίσουν μεγάλα οφέλη δημιουργώντας και προσφέροντας πακέτα εναλλακτικού τουρισμού – τουρισμού εμπειριών.
Η κρίση μάς έφερε μια άλλη, μάλλον θετική εξέλιξη: Δεν είμαστε πια η πιο ακριβή χώρα. Η αμείλικτη αγορά μας ανάγκασε να συνετιστούμε και να προσφέρουμε προϊόντα και υπηρεσίες σε λογικές πλέον τιμές. Εξαίρεση βεβαίως αποτελούμε στα μπαρ και τις καφετέριες όπου κερδοσκοπούμε προκλητικά εις βάρος Ελλήνων και ξένων. Εδώ θα χρειαστεί να αντιδράσει ο Έλληνας πολίτης αρνούμενος να πληρώσει € 4.00 και € 5.00 για τον καφέ που κοστίζει 30, άντε 40 λεπτά για να παραχθεί.
Η μεγάλη μας αδυναμία εντοπίζεται στην υστέρηση σε γενικές υποδομές προσβασιμότητας στους τουριστικούς προορισμούς, αεροπορικές συνδέσεις χαμηλού κόστους καθώς και σε ειδικές τουριστικές υποδομές – σε εκείνες δηλαδή τις υποδομές που συμβάλλουν στον εμπλουτισμό των εμπειριών. Δεν νοείται, η πρόσφατα εισελθούσα στον τουρισμό Πορτογαλία να δέχεται το 30% των ετήσιων αφίξεών της από Νοέμβριο έως Μάρτιο όταν εμείς είμαστε κλειστοί. Πώς τα καταφέρνει; Για παράδειγμα, έχει εκατό περίπου γήπεδα γκολφ και άλλες ανάλογες υποδομές. Εμείς πόσα;
Εδώ βρίσκεται η μεγάλη πρόκληση και η μεγάλη ευκαιρία της πολιτείας. Για να βγούμε από την κρίση δεν αρκούν τα μέτρα σταθεροποίησης που, από μόνα τους, οδηγούν σε περαιτέρω ύφεση. Χρειάζεται ανάπτυξη. Κα μια σοβαρή παράμετρος της ανάπτυξης είναι οι επενδύσεις. Επενδύσεις δημόσιες κα επενδύσεις ιδιωτικές.
Για να ενθαρρυνθεί όμως ο ιδιώτης επενδυτής να ρισκάρει τα χρήματά του, επείγει η δημιουργία ενός σταθερού επενδυτικού περιβάλλοντος, η απλούστευση των διαδικασιών αδειοδότησης, η άρση των πάσης φύσεως αντικινήτρων, συμπεριλαμβανομένου και του «κάτι τις» κάτω από το τραπέζι για τον ανάλγητο γραφειοκράτη και, βεβαίως, η εξάλειψη του όρου «ο κύριος 10, 20 ή και 25%».
Σε ότι αφορά τις δημόσιες επενδύσεις: Με πιθανή εξαίρεση περιοχές με σημαντικό αναπτυξιακό έλλειμμα (κυρίως σε παραμεθόριες περιοχές), δεν χρειάζεται πλέον να επιδοτούμε νέες κλίνες. Αν μη τι άλλο, πρέπει να αποσύρουμε χαμηλής ποιότητας κλίνες στις οποίες έχουμε υπερπροσφορά. Αυτό το έκαμαν ήδη οι Ισπανοί με ικανοποιητική επιτυχία.
Ας επενδύσουμε κατά προτεραιότητα σε υποδομές προσβασιμότητας στους τουριστικού προορισμούς και σε ειδικές τουριστικές υποδομές με έμφαση στην πράσινη ανάπτυξη, αξιοποιώντας και τα μεγάλα αποθέματα δημόσιων ακινήτων που τώρα ερημώνονται, όχι ξεπουλώντας τα αλλά προσφέροντάς τα για μακροχρόνιες μισθώσεις. Σίγουρα θα μας αποδώσουν μεγάλα οφέλη.
Αν κινηθούμε προς αυτή την κατεύθυνση, μπορούμε να αισιοδοξούμε ότι όχι μόνο θα εξέλθουμε από την κρίση, τουλάχιστον καθόσον αφορά στον τουρισμό που, από τη φύση του διαθέτει μεγάλες αντοχές, αλλά και θα έχουμε δυναμική ανάπτυξη προς όφελος και της αγροτικής παραγωγής και των άλλων υπηρεσιών. Αρκεί βεβαίως να μην έχουμε άλλα αρνητικά φαινόμενα (βίαια επεισόδια, αποκλεισμούς των λιμανιών και άλλες αυτοκαταστροφικές πρακτικές) που αμαυρώνουν την εικόνα μας και μας πάνε πίσω στην υποβάθμιση και τη μιζέρια.
Ας δούμε λοιπόν, όλοι μαζί, πολιτικός κόσμος, κυβέρνηση, επιχειρηματικός κόσμος και πολίτες, αυτή την κρίση σαν την ευκαιρία να αξιοποιήσουμε τις αστείρευτες δυνάμεις που διαθέτουμε (το έχουμε ξανακάνει) για να βγούμε από την κρίση εξασφαλίζοντας τη μακροχρόνια ευημερία μας, την αξιοπρέπειά μας ως λαός και ως έθνος, αλλά προ παντός, ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά μας.