Άρθρο του Νίκου Σκουλά στην Εφημερίδα "ΕΞΠΡΕΣ "
Η Κρήτη είναι ένας ευλογημένος τόπος. Τα έχει όλα. Εύκρατο κλίμα (βρίσκεται στο νοτιότερο σημείο της Ευρώπης), στρατηγικά τοποθετημένη ανάμεσα σε τρεις ηπείρους – πύλη στην Ευρώπη, με πλούσιους φυσικούς, πολιτιστικούς και τουριστικούς πόρους, ασύγκριτες δυνατότητες για αγροτική παραγωγή, μεταποίηση και προσφορά υπηρεσιών και όμως δεν αναπτύσσεται και δεν ευημερεί στον βαθμό που μπορεί και αξίζει. Θα μπορούσε να είναι η Καλιφόρνια της Ευρώπης και όμως δεν είναι. Γιατί;
Για να υπάρξει υγιής ανάπτυξη που αντέχει στον χρόνο και στον ανταγωνισμό («αειφόρο» τη λέμε), προαπαιτείται:
- Άρτια γενική υποδομή για προσπελασιμότητα στους τουριστικούς τόπους και στην αγροτική παραγωγή (αεροδρόμια, λιμάνια, αυτοκινητόδρομοι, κλπ.), καθώς και άφθονη παροχή ενέργειας και σύγχρονη επικοινωνιακή υποδομή.
Αντίθετα με την ηπειρωτική Ελλάδα όπου έχει συντελεστεί σημαντική πρόοδος (ΠΑΘΕ, Εγνατία, Γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου, Αττική Οδός, Αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος», κ.λπ., η Κρήτη έχει αφεθεί στην τύχη της για πολλές δεκαετίες. Αναφέρω μόνον ένα παράδειγμα: το Διεθνές(;;;) Αεροδρόμιο του Ηρακλείου, το δεύτερο σε κίνηση στην Ελλάδα που παρουσιάζει τριτοκοσμική εικόνα κατά την περίοδο αιχμής. Ας μη μιλήσουμε για τον Βόρειο Οδικό Άξονα – καρμανιόλα – και τον ανύπαρκτο νότιο οδικό άξονα, τις κάθετες οδικές προσβάσεις που δεν υπάρχουν, την άθλια εικόνα της ΔΕΗ, κ.ο.κ.
- Συμπληρωματικές τουριστικές υποδομές (γήπεδα γκολφ και άλλες εγκαταστάσεις αθλητικού-προπονητικού τουρισμού, συνεδριακά κέντρα, μαρίνες, κέντρα θαλασσοθεραπείας, άλλα κέντρα ευεξίας, κέντρα παροχής υπηρεσιών υγείας, κ.λπ.).
Όσα είναι στο χέρι της ιδιωτικής πρωτοβουλίας πάνε καλά. Η Κρήτη έχει ένα γήπεδο golf που το έφτιαξαν ιδιώτες, με χίλια ζόρια, με το κράτος κυριολεκτικά αντιμέτωπο, όταν η Μαγιόρκα έχει 18 και η Πορτογαλία 75, με δωδεκάμηνο τουρισμό, όταν εμείς είμαστε κλειστοί τον χειμώνα.
- Ευνοϊκό επενδυτικό κλίμα για άμεσες ξένες και εγχώριες παραγωγικές επενδύσεις που τώρα υπονομεύεται από τη στείρα γραφειοκρατία, τη διαφθορά και την έλλειψη μηχανισμών υποστήριξης των επενδύσεων.
Παρά τις αδυναμίες αυτές και τα διαρθρωτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει, η Κρήτη, χάρη κυρίως στην «κουζουλάδα» και τον ιδιότυπο χαρακτήρα των Κρητών, πέτυχε μια καθόλου ευκαταφρόνητη ανάπτυξη τόσο στον τουρισμό όσο και στη γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή, έχει δε μεγάλα περιθώρια περαιτέρω ανάπτυξης.
Διαθέτει μια πολύ ποιοτική ξενοδοχειακή υποδομή. Έχει, συγκριτικά, το μεγαλύτερο ποσοστό κλινών τεσσάρων και πέντε αστέρων στην Ελλάδα που περιλαμβάνουν αξιόλογα συνεδριακά κέντρα και κέντρα ευεξίας και θαλασσοθεραπείας και επιτυγχάνει την υψηλότερη μέση ετήσια πληρότητα.
Υστερεί όμως σε εκτός ξενοδοχείων χώρους και προγράμματα για την ευχάριστη απασχόληση του ελεύθερου χρόνου των επισκεπτών της. Αυτό προφανώς ευθύνεται για δύο αρνητικούς δείκτες:
- Κατά την χειμερινή περίοδο (Νοέμβριος – Μάρτιος) παραμένει τουριστικά «κλειστή», καταδικάζοντας σε αργία τεράστιες επενδύσεις σε καλές ξενοδοχειακές μονάδες που δεν μπορούν να αποσβεσθούν σε λίγους μήνες λειτουργίας και καταδικάζοντας, παράλληλα, χιλιάδες εκπαιδευμένους εργαζόμενους στο ταμείο ανεργίας και το κράτος σε απώλεια φορολογικών εσόδων.
- Παράλληλα, η Κρήτη έχει ένα πενιχρό μερίδιο στον εσωτερικό τουρισμό. Η εξάρτηση από τον εισερχόμενο μαζικό τουρισμό είναι σχεδόν πλήρης, για την ώρα τουλάχιστον και ελέγχεται από τρεις μεγάλους ξένες οργανισμούς.
Από τη θετική πλευρά, οι Κρήτες φαίνεται να έχουν επί τέλους αντιληφθεί ότι, αφού το παραδοσιακό και κουρασμένο πια τουριστικό προϊόν (ήλιος, θάλασσα) που προσφέρουμε, απώλεσε την ανταγωνιστικότητά του από άποψη σχέσης αξίας/τιμής, είναι βασική αρχή του marketing να γίνει επανατοποθέτηση στην τουριστική αγορά με νέα προϊόντα που απευθύνονται, στοχευμένα μάλιστα, σε έναν πιο ενήμερο, πιο εκλεκτικό, πιο απαιτητικό αλλά και πιο εύπορο τουρίστα.
Τώρα επιδιώκουν συνειδητά τη σταδιακή αλλά σύντομη μετάβαση από τον μαζικό, παραθεριστικό και επομένως εποχικό τουρισμό στον θεματικό και εναλλακτικό τουρισμό σε μια εμπλουτισμένη, ποιοτική προσφορά που ικανοποιεί ποικίλα ενδιαφέροντα και μάλιστα 12 μήνες τον χρόνο.
Ακούγονται μάλιστα υγιείς φωνές και προτροπές «να πάψουμε απλά να απαριθμούμε τις εναλλακτικές μορφές τουρισμού» και να ασχοληθούμε πιο ενεργά μ’ αυτές, δίνοντάς τους ουσιαστικό περιεχόμενο και πραγματικό αντίκρισμα σε σχέση με το τι ζητά ο φιλοξενούμενος τουρίστας, Έλληνας και ξένος.
Εκτιμώντας τη μεγάλη σημασία της πανεπιστημιακής παιδείας, εκπαίδευσης και κατάρτισης στον τουρισμό και τη φιλοξενία, υποκαθιστούν το απόν κράτος (που δεν ευδόκησε να ανοίξει μία, έστω, προπτυχιακή σχολή για τον τουρισμό στα δημόσια πανεπιστήμια), Κρήτες τουριστικοί επιχειρηματίες, με δικά τους έξοδα, ίδρυσαν το Αγγλόφωνο διεθνές εκπαιδευτικό ίδρυμα TRINITY για τουριστικές και ξενοδοχειακές σπουδές που φιλοξενεί ήδη φοιτητές και φοιτήτριες από 16 χώρες.
Παράλληλα, η επιχειρηματική και επαγγελματική κοινότητα και οι παραγωγικές τάξεις της Κρήτης αντιλαμβάνονται πλέον ότι ο τουρισμός έχει τη δυνατότητα να υποστηρίζει τους άλλους τομείς της οικονομίας και να υποστηρίζεται απ’ αυτούς, Τα τοπικά προϊόντα και η κρητική κουζίνα υψηλής ποιότητας που συνάδουν με το ενδιαφέρον της διεθνούς Κοινότητας για την ποιότητα των τροφίμων και την τοπική γαστρονομία, αποτελούν ένα σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα.
Αγροτικά προϊόντα χαρακτηρισμένα ως Π.Ο.Π., όπως το ελαιόλαδο, το κρασί, τα γαλακτοκομικά, τα πάσης φύσεως οικολογικά προϊόντα αλλά και οι παραδοσιακές κρητικές γεύσεις δεν απουσιάζουν από την τουριστική προβολή, αν και δεν αξιοποιούνται επαρκώς. Ιδιαίτερα το Κρητικό διατροφικό πρότυπο που απολαμβάνει παγκόσμιας αναγνώρισης, είναι ένας πολύτιμος τουριστικός πόρος που μπορεί και πρέπει να αξιοποιείται σε συνεχή βάση.
Και τα δύο αυτά στοιχεία απολαμβάνουν μεγάλης αναγνώρισης διεθνώς, αλλά λίγοι επαγγελματίες στην Κρήτη και την λοιπή Ελλάδα ασχολούνται σοβαρά με αυτά τα πράγματα. Είναι καιρός να συνειδητοποιήσουμε όλοι ότι η μεγάλη διεθνής αποδοχή της ελληνικής κουζίνας και της ελληνικής διατροφής παρέχουν μια μοναδική ευκαιρία για την ανάδειξη και προώθηση των τοπικών προϊόντων που την υποστηρίζουν.
O κλάδος του τουρισμού προφανώς θα πρέπει να συνεχίσει να αναπτύσσεται, πλην όμως, πρέπει να προσεχθεί το πρόβλημα της φέρουσας ικανότητας που έχει φτάσει στα όριά της σε ορισμένες περιοχές, ιδιαίτερα στον βόρειο οδικό άξονα.
Όλα, όμως, αυτά τα συγκριτικά πλεονεκτήματα κινδυνεύουν παραμείνουν νεκρό γράμμα αν δεν αναδειχθούν σε ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα στο πλαίσιο ολοκληρωμένου παραγωγικού συμπλέγματος που αξιοποιεί το σύνολο της παραγωγής η οποία απευθύνεται στην ικανοποίηση της τουριστικής κατανάλωσης (πρωτογενής, δευτερογενής και τριτογενής τομείς της οικονομίας). Η τουριστική δραστηριότητα πρέπει επειγόντως να συνδεθεί με την αγροτική παραγωγή, τη μεταποίηση και τις άλλες υπηρεσίες.
Υπάρχει μεγάλο περιθώριο ανάπτυξης στην Κρήτη, του τουρισμού της ενδοχώρας, του οικολογικού αγροτουρισμού, αξιοποιώντας το μεγάλο φυσικό, και λαογραφικό πλούτο, τους ορεινούς όγκους, τους φυσικούς δρυμούς, τα φαράγγια, τα σπήλαια, κ.λπ.
Τόσο για την ανάπτυξη όσο και για την προβολή και διαφήμιση της προσφοράς προϊόντων και υπηρεσιών της Κρήτης, η προσέγγιση, κατά τη γνώμη μου, οφείλει να βλέπει το νησί ως ένα ενιαίο προορισμό. Αυτό πρέπει να εκφραστεί με τη δημιουργία Παγκρήτιου Οργάνου που θα συντονίζει αυτές τις δραστηριότητες. Για παράδειγμα, οι τέσσερις Νομαρχιακές Επιτροπές Τουριστικής Προβολής (ΝΕΤΠ), που συνδέονται χαλαρά, όσο καλοπροαίρετα και αν συνεργάζονται, δεν μπορούν να είναι και δεν είναι πολύ αποτελεσματικές.
Για την ανάπτυξη των υποδομών που απουσιάζουν, για τις οποίες δεν προσφέρονται πλέον επαρκείς κοινοτικοί και εθνικοί πόροι, καθώς και για την ενιαία προβολή του νησιού, θα χρειαστεί να γίνουν σημαντικές υπερβάσεις με τη μορφή στρατηγικής σύμπραξης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα κατά το πρότυπο άλλων περιοχών της Μεσογείου. Και λεω «υπέρβαση» γιατί η συνέργια δεν φαίνεται να είναι μια από της αρετές μας.
Το κράτος οφείλει, επί τέλους να επιτελέσει τον αναπτυξιακό και κοινωνικό του ρόλο για την ξεχασμένη Κρήτη, επιδεικνύοντας ισχυρή πολιτική βούληση, αναλαμβάνοντας δραστικές νομοθετικές παρεμβάσεις και δίνοντας ουσιαστική ώθηση στον εξορθολογισμό της δημόσιας διοίκησης.
Αν δεν το κάνει, οι βουλευτές του νησιού, οι ΟΤΑ στα τρία επίπεδα, οι επιχειρηματικοί και επαγγελματικοί φορείς, οι εργαζόμενοι, όλοι οι πολίτες, αντί να ερίζουν για τα συμφέροντα των ιδιοκτητών των ΚΤΕΛ και άλλα επουσιώδη, οφείλουν να ενεργοποιηθούν, να δράσουν συντονισμένα, να διεκδικήσουν, να προτείνουν και να συνεργαστούν για το κοινό καλό, για την ανάπτυξη και την ευημερία της Κρήτης. Αλλιώς θα χάσει μια ιστορική ευκαιρία ανάπτυξης και ευημερίας.